πολύς

πολύς
λή, ύ 1.
1) многий; большой; долгий; длительный; чаще перев. наречиями много; очень; долго;

πολύς κόσμος ( — или λαός) — много народу;

προ πολλού — давно;

πολύ κρύο — очень холодно;

πολύς χρόνος — много времени, долго;

σε περίμενα πολλή ώρα — я долго ждал тебя;

είπε πολλά και διάφορα — он расска- зал много всяких вещей;

πολή σκοτούρα — много хлопот;

πολλά ο νούς του κατεβάζει — он очень находчивый;

2) пресловутый;

§ τό πολύ — или τό πολυπολύ — а) самое большее, максимум;

σε μιά βδομάδα το πολύ — максимум, самое большее, за одну неделю; — б) самое худшее (что может быть); — на худой конец;

επί πολύ — надолго;

ως επί το πολύ — или πολύ το πλείστον — обычно, в большинстве случаев;

μετ' — ой πολύ — вскоре, скоро; — через некоторое время;

κατά πολύ — намного;

πολλού γε και δεί — ничего подобного, напротив;

λίγο πολύ — более или менее;

είμαι μέγας και πολύς — быть великим, выдающимся; — быть знаменитым;

2. πλ. :

οι πολοί — а) большинство; — б) простой люд, толпа;

§ ουκ εν τω πολλώ το εδ, αλλ' εν τω ευ το πολυ — погов, мал золотник, да дорог


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Полезное


Смотреть что такое "πολύς" в других словарях:

  • πολύς — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύς — many masc nom sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

  • Πολὺς λαός, ὀλίγοι δὲ ἄνθρωποι. — См. Людей нет! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πολλᾶν — πολύς many fem gen pl (doric) πολύς many masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλέων — πολύς many fem gen pl (epic ionic) πολύς many masc/fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλῶν — πολύς many fem gen pl πολύς many masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλόν — πολύς many masc acc sg (ionic) πολύς many neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πουλύ — πολύς many masc voc sg (epic) πολύς many neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλή — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύ — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»